ἀναπνοῇ — ἀναπνοή recovery of breath fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνοή — recovery of breath fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
αναπνοή — η 1. η εισπνοή και η εκπνοή αέρα από τους ζωντανούς οργανισμούς, η ανάσα: Από το κρύο πιάστηκε η αναπνοή του. 2. ανακούφιση, ξαλάφρωμα: Από την πολλή δουλειά δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδηλη ή δερμική αναπνοή — Η αποβολή από τους πολύ μικρούς πόρους του δέρματος διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών και η απορρόφηση οξυγόνου διά του δέρματος. Οι ποσότητες των αερίων αυτών είναι ελάχιστες σε σχέση με τις ποσότητες που εναλλάσσονται με την πνευμονική… … Dictionary of Greek
ἀναπνοῆι — ἀναπνοῇ , ἀναπνοή recovery of breath fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνοαῖς — ἀναπνοή recovery of breath fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνοαί — ἀναπνοή recovery of breath fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνοᾶς — ἀναπνοή recovery of breath fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνοῆς — ἀναπνοή recovery of breath fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνοήν — ἀναπνοή recovery of breath fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)